πημονή

πημονή
ἡ, Α
1. η κατάσταση που προκύπτει από μια συμφορά, από μια δυστυχία, το πάθημα, το δυστύχημα («τοιαῑσδε πημοναῑσι κάμπτομαι», Αισχύλ.)
2. η ζημία, η βλάβη που επιδιώκει κάποιος, ο εχθρικός σκοπός («ὅπλα μὴ ἐπιφέρειν ἐπὶ πημονῇ» — να μην επιφέρονται τα όπλα με εχθρικό σκοπό, Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού πῆμα πιθ. κατά το ἡδονή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πημονῇ — πημονή hostile fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πημονή — hostile fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πημοναῖς — πημονή hostile fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πημοναῖσι — πημονή hostile fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πημοναῖσιν — πημονή hostile fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πημονᾶς — πημονή hostile fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πημονῆς — πημονή hostile fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πημονήν — πημονή hostile fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πημονῶν — πημονή hostile fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απημοσύνη — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του βασιλιά της Κρήτης Κατρέα. Έφυγε με τον αδελφό της Αλθαιμένη από την Κρήτη και πήγε στη Ρόδο όπου τη βίασε ο Ερμής και θανατώθηκε γι’ αυτό από τον αδελφό της. * * * ἀπημοσύνη, η (Α) 1. έλλειψη συμφοράς, ασφάλεια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”